Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας

См. также в других словарях:

  • κυρβασία — κυρβασία, ιων. τ. κυρβασίη ἡ (Α) 1. είδος καλύμματος τού κεφαλιού με οξεία κορυφή, πιθ. η κίδαρις («Σάκαι δὲ οἱ Σκύθαι περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας ὀρθὰς εἶχον πενηγυίας», Ηρόδ.) 2. κατάπλασμα για τους μαστούς τών γυναικών 3 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»